(25/11/1940)
“Θεέ μου συγχώρεσε με, μη με πάρεις σήμερα, είμαι ατελής”. Η συγκινητική ιστορία του αρχιμανδρίτη Χρυσόστομου Τσοκώνα που πολεμούσε και προσευχόταν στον πόλεμο του 40...
Ο κλήρος είχε τη δική του συμμετοχή στο Έπος του 1940. Με την κήρυξη του Ελληνοϊταλικού πολέμου επιστρατεύθηκαν πολλοί ιερείς, βρέθηκαν στο μέτωπο. Οι κληρικοί μοιράστηκαν όλες τις κακουχίες με τους Έλληνες φαντάρους. Το μόνο από το οποίο ξεχώριζαν, ήταν ένας μικρός σταυρός στο δίκοχο. Ο αρχιμανδρίτης Χρυσόστομος Τσοκώνας, ήταν από τους πιο εμβληματικούς κληρικούς, που πήραν μέρος στον αντιφασιστικό αγώνα στα βουνά της Αλβανίας. Πάλευε κάθε μέρα με τις τύψεις του και η παρουσία του ήταν πολύ σύντομη, αφού σκοτώθηκε τον πρώτο μήνα του πολέμου.
Καταγόταν από το Δελβινάκι της Ηπείρου και πριν τον πόλεμο ζούσε και ιερουργούσε στην Λευκάδα. Ήταν μόλις 27 ετών και τον Αύγουστο του 1940 είχε χειροτονηθεί Αρχιμανδρίτης. Οι πρώτες μάχες του πολέμου του 1940 τον βρήκαν στο 40ό Σύνταγμα Ευζώνων Άρτας, με τον βαθμό του Υπολοχαγού. Συμμετείχε σε όλες τις πορείες σαν απλός στρατιώτης. Ζωνόταν από την μια τα βόλια και από την άλλη τον Σταυρό και πήγαινε προς την πρώτη γραμμή, εμψυχώνοντας τους στρατιώτες.
Τις λίγες ημέρες που υπηρέτησε στο μέτωπο, κατέγραφε τον σκληρό εσωτερικό του αγώνα και τις τύψεις, που ένιωθε, στο ημερολόγιό του : "Μα πως είναι δυνατόν, εγώ που χθες ήμουν στον ναό του Υψίστου, σήμερα να είμαι εδώ κρατώντας ένα όπλο. Μα Θεέ μου συγχώρησε με, μη με πάρεις σήμερα, είμαι ατελής". Σε όλες του τις ημερολογιακές καταγραφές, γράφει στο τέλος : "Θεέ μου άφησέ μου λίγο χρόνο μου ακόμα, να διορθωθώ, μη με πάρεις".
Στις 24 Νοεμβρίου 1940, στο Κεράσοβο Πωγωνίου η διμοιρία του βρήκε καταφύγιο σε ένα εκκλησάκι, μαζί με άλλους Έλληνες φαντάρους. Στρατιώτης που επέζησε αφηγείται το περιστατικό :
"Περνάνε τα αεροπλάνα και βομβαρδίζουν σαν δαίμονες πάνω από τα κεφάλια μας. Οι βόμβες λυσσάνε, μα πέφτουν πιο πέρα μες στην χαράδρα. Την νύχτα ενώ κοιμόμαστε σε μια μικρή εκκλησία, ήρθαν μέσα κάτι στρατιώτες και στριμωχτήκανε κοντά μας. Έβρεχε ο Θεός, ο ύπνος ήρθε γρήγορα κι όλη νύχτα νιώθαμε ζεστασιά. Την αυγή που ξυπνάμε βλέπουμε να μπαίνει μέσα ένας νέος παπάς, μούσκεμα από την βροχή. Απορούμε και μαθαίνουμε κάτι πρωτάκουστο. Ο παπάς είχε έρθει με τους άλλους στρατιώτες και βλέποντας τόσους σ΄ ένα πολύ στενό χώρο, για να μην ενοχλήσει κανέναν, προτίμησε να μείνει ολονυχτίς έξω από το εκκλησάκι, χωρίς αντίσκηνο. Μόλις τον βλέπουμε σε αυτή την κατάσταση, σηκωνόμαστε όλοι ορθοί και σκύβουμε μπροστά του. Εκείνος κάνει τον σταυρό του, μας καλημερίζει, ανάβει ένα κερί και προσεύχεται μπροστά στην εικόνα του Χριστού για την ειρήνη του κόσμου και την αγάπη ανάμεσα στους ανθρώπους. Τον νιώθουμε σαν Χριστό και τον βάνουμε για πάντα στα κατάβαθα της ψυχής μας. Του φιλήσαμε όλοι τα χέρια, πήραμε την ευχή του".
Την επόμενη μέρα, ο Αρχιμανδρίτης Χρυσόστομος Τσοκώνας αναχώρησε μαζί με άλλους στρατιώτες για το χωριό Περιστέρι. Δεν έφτασε ποτέ. Βρήκε τον θάνατο μετά από ιταλικό βομβαρδισμό. Ήταν 25 Νοεμβρίου 1940.
Σημ: Ενταφιάστηκε στον περίβολο της Μονής των Εισοδίων Θεοτόκου (Μέγγουλης) και μετά 3 έτη, τα οστά του μεταφέρθηκαν στην γενέτειρά του, στο Μητροπολιτικό ναό στο Δελβινάκι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου