...Αρχιμανδρίτη, Χρυσόστομο Τσοκώνα.
(Σαν αύριο, 25 Νοεμβρίου 1940)
Χρυσόστομος Τσοκώνας (1913-1940), ένας ηρωικός Αρχιμανδρίτης
Για τις μεγάλες μορφές της Εκκλησίας μας, μάρτυρες, ομολογητές, πατέρες, διδασκάλους, έχουν γραφεί πολλά βιβλία πολύτιμα και αιώνια. Έζησαν όμως επί της γης και μορφές φωτεινές που δεν τις γνώρισαν οι μεταγενέστεροι, που δίδαξαν χωρίς ο λόγος τους να φτάσει απαραίτητα στα πέρατα της Οικουμένης. Υπάρχουν άγιοι άγνωστοι, αφανείς, πολλές φορές ανώνυμοι, που έδωσαν νόημα, περιεχόμενο και ομορφιά στη ζωή των ανθρώπων.
Μία τέτοια μορφή υπήρξε και ο Αρχιμανδρίτης Χρυσόστομος Τσοκώνας. Ο κατά κόσμον Χρηστός Τσοκώνας γεννήθηκε στο Δελβινάκι της Ηπείρου στις 8 Μαΐου του 1913. Οι γονείς του Θεολόγος και Ουρανία ήταν άνθρωποι ταπεινοί και ευσεβείς. Τελείωσε με άριστα το Δημοτικό Σχολείο του χωριού του και στις 4 Οκτωβρίου του 1926 φεύγει με τη μητέρα και τη μικρή του αδερφή για τη Κωνσταντινούπολη, όπου είχε ήδη ξενιτευτεί ο πατέρας του με τα μεγαλύτερα αδέρφια του λόγω της ανέχειας που αντιμετώπιζαν στο χωριό τους. Εκεί εγγράφεται στο Κεντρικό Αρρεναγωγείο της Κοινότητας της Χαλκηδόνας και στη συνέχεια φοιτά στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης περατώνοντας τις σπουδές του το 1936.
Σε ηλικία 23 ετών ασπάζεται το μοναχικό βίο (εκάρη στην Ιερή Μονή της Βελλάς το 1936) και μετονομάζεται Χρυσόστομος. Γίνεται έτσι θεολόγος, κληρικός και μοναχός με ευρύτητα μυαλού και πλατιά μόρφωση. Είναι γνώστης της Τουρκικής και της Γαλλικής γλώσσας, χωρίς όμως ποτέ να κάνει επίδειξη γνώσεων.
Τον Οκτώβριο του 1937 έρχεται στη Λευκάδα ως Ιεροκήρυκας. Στο νησί μας μένει για τρία ολόκληρα χρόνια, τα οποία είναι χρόνια δράσης και έντονης ψυχικής καλλιέργειας. Γίνεται στρατιώτης της αλήθειας και του Χριστού. Ζει μυστηριακά, η ζωή του είναι ζωή προσευχής, προσφοράς και ψυχοφέλιμης μελέτης της Αγίας Γραφής. Μεγάλη ψυχική ενίσχυση παίρνει από την αλληλογραφία του με τα συγγενικά του πρόσωπα.
Το βράδυ της 13ης Ιουλίου του 1940 στην κεντρική πλατεία της Λευκάδας αποχαιρετά το ποίμνιό του. Εκφράζει την απέραντη θλίψη του για τον αποχωρισμό, παρηγορεί τους μικρούς μαθητές του στο Κατηχητικό και στρέφει την προσοχή του κόσμου στις ώρες του πολέμου και της συμφοράς που ζούσε η Ευρώπη, τονίζοντας ότι η συμφορά αυτή είναι αποτέλεσμα της αποστασίας του ανθρώπου από τον Θεό. Ευχαριστεί όλους τους Λευκαδίτες για την αγάπη που του έδειξαν και κλείνει τα λόγια του με μία προσευχή για την Ειρήνη του κόσμου και τη σωτηρία της πατρίδας μας. Συνοδευόμενος από την αγάπη και τις ευχές του ποιμνίου του, το οποίο δεν τον ξέχασε ποτέ, φεύγει για τα Ιωάννινα. Σοβαροί λόγοι υγείας και η μετάθεση του Μητροπολίτη Δημητρίου στη Μητρόπολη Δρυϊνουπόλεως Πωγωνιανής και Κονίτσης που ήθελε τον πατέρα Χρυσόστομο κοντά του, είναι οι λόγοι της μετάθεσής του.
Στις 25 Αυγούστου του 1940 ο Ιεροδιάκονος Χρυσόστομος Τσοκώνας ανεβαίνει στο Β’ βαθμό της ιεροσύνης παίρνοντας ταυτόχρονα και τον τίτλο του Αρχιμανδρίτη, σε ηλικία μόλις 27 ετών. Η χειροτονία του έγινε στο Μητροπολιτικό Ναό των Ιωαννίνων μετά από απόφαση της Ιεράς Συνόδου, ώστε τόσο αυτός όσο και άλλοι κληρικοί να καταταγούν ως έφεδροι στρατιωτικοί ιερείς στο στρατό, για να πλαισιώσουν τις μονάδες εκστρατείας που ετοιμάζονταν για την προάσπιση της πατρικής γης.
Οι πρώτες μέρες του πολέμου του 1940 βρίσκουν τον π. Χρυσόστομο στο 40ό Σύνταγμα Ευζώνων Άρτας με το βαθμό του Υπολοχαγού. Δύσκολη η ζωή της εκστρατείας για το μοναχό, που είχε συνηθίσει στη ζωή της προσευχής και της εσωτερικής καλλιέργειας, για έναν άνθρωπο ευαίσθητο και με προβλήματα υγείας.
Το βράδυ του Σαββάτου της 14ης Οκτωβρίου φτάνει στο Δεσποτικό της Ηπείρου με το Διοικητή του συντάγματος και μερικούς αξιωματικούς. Από εδώ αρχίζει και το στρατιωτικό του ημερολόγιο χάρη στο οποίο γνωρίζουμε τα γεγονότα. Στο Δεσποτικό αρχίζει την ιεραποστολική του δράση: επισκέπτεται συνεχώς όλους τους στρατιωτικούς καταυλισμούς, οι οποίοι μάλιστα είναι διασκορπισμένοι σε έκταση πολλών χιλιομέτρων, συνομιλεί με τους στρατιώτες, τους οδηγεί προς την εξομολόγηση και τη Θεία Κοινωνία. Κηρύττει το θειο Λόγο στα Κυριακάτικα ή εσπερινά κηρύγματα του, κάνει Κατηχητικό στους μικρούς μαθητές και εξομολογεί τους χωρικούς.
Το ειρηνικό ημερολόγιό του των πρώτων ημερών κλείνει στις 16 Οκτωβρίου με μία προσευχή. Θα ξαναγράψει στις 4 Νοεμβρίου μέσα στη φρίκη του πολέμου και την κόλαση των οβίδων. Από το πρωί μέχρι το βράδυ οι θέσεις των Ελλήνων σφυροκοπούνται από την εχθρική αεροπορία. Ο πόλεμος μαίνεται. Ο π. Χρυσόστομος αισθάνεται ως άνθρωπος το φόβο, όταν όμως σκέπτεται τη θέση του, την αποστολή του, συνέρχεται και τον διώχνει από την ψυχή του.
Σ’ αυτές τις μέρες του πόνου και της αγωνίας η προσευχή του γίνεται εντονότερη. Οι βόμβες δεν τον εμποδίζουν στο έργο του. Τρέχει συνεχώς από καταυλισμό σε καταυλισμό, από χαράκωμα σε χαράκωμα. ’Ενισχύει, παρηγορεί, ενθαρρύνει, εξομολογεί τους στρατιώτες μας. Όπου βρίσκει Εκκλησία λειτουργεί ή κάνει Παράκληση «υπέρ κατισχύσεως των Ελληνικών όπλων». Τον διακατέχει το δίκαιο του αγώνα μας και η εγκληματική αδικία του επιτιθέμενου εχθρού. Ως Ηπειρώτης πονάει βλέποντας τον εχθρό να καταπατεί και να υποδουλώνει το χωριό του.
Από τις 14 έως τις 20 Νοεμβρίου καταγράφει στο ημερολόγιό του τα γεγονότα της κάθε ημέρας με όλα τα προβλήματα, τις δυσκολίες και τον καθημερινό κίνδυνο. Κλείνει την καταγραφή της κάθε ημέρας πάντα με την ίδια προσευχή: «Θεέ μου, φανού ίλεως προς το ταλαίπωρον πλάσμα σου».
Η επίγεια ζωή του διαρκεί ακόμη πέντε ημέρες χωρίς επικοινωνία μαζί μας μέσω του ημερολογίου του. Ίσως να έγραφε σε φύλλα χαρτιού που χάθηκαν, ίσως πάλι να μην του το επέτρεψαν οι συνεχείς μετακινήσεις.
Ξαναβρίσκουμε τον π. Χρυσόστομο Τσοκώνα στις 25 Νοεμβρίου 1940, νεκρό πλέον, στα σύνορα κοντά στο χωριό Περιστέρι του Πωγωνίου. Δεν πρόλαβε να χαρεί τους μεγάλους θριάμβους του στρατού μας. Μαθαίνουμε για τις συνθήκες του θανάτου του από ανθρώπους που βρέθηκαν εκεί κοντά, όπως ο ιατρός Δημήτριος Τρούγκος και ο ιπποκόμος του π. Χρυσόστομου Κώστας από το Αγρίνιο. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες τους το πρωί της 25ης Νοεμβρίου η περιοχή λίγο έξω από το χωριό Περιστέρι δέχτηκε επιδρομή 4-5 εχθρικών αεροπλάνων. Στόχος τους ήταν ο ασύρματος του στρατού μας που βρισκόταν εκεί κοντά. Εκεί κοντά όμως βρισκόταν και ο π. Χρυσόστομος, ο οποίος κατέφυγε κάτω από μία αγριοαχλαδιά και, άπειρος καθώς ήταν, έμεινε μαζεμένος καθισμένος πάνω στα πόδια του. Η βόμβα έπεσε δίπλα του. Ένα βλήμα του έκοψε το πόδι και άλλα 3-4 του τρύπησαν το θώρακα. Το βράδυ της ίδιας μέρας τον βρήκαν οι Έλληνες και με δάκρυα και πόνο τον συνόδεψαν στο Εκκλησάκι, λίγο έξω από το Περιστέρι όπου και τον έθαψαν.
Η Ιερά Μητρόπολη Δρυϊνουπόλεως / Πωγωνιανής και Κονίτσης ανήγειρε προς τιμήν του νέο τάφο που βρίσκεται σήμερα στο χωριό του, το Δελβινάκι.
Ο π. Χρυσόστομος Τσοκώνας υπήρξε μία από τις ιερές και ευγενικές μορφές της Εκκλησίας μας, γιατί έκανε κέντρο της ζωής του την αγάπη του Ιησού. Υπήρξε άνθρωπος με χαρίσματα τα οποία πρέπει να στολίζουν κάθε ποιμένα των ανθρώπινων ψυχών. Ταπεινός, καθόλου φανατισμένος, γνώστης των κειμένων της Εκκλησίας μας, ζωντανό παράδειγμα για όλους παρά το ότι έφυγε για την ουράνια Βασιλεία σε ηλικία μόλις 27 ετών.
(Σαν αύριο, 25 Νοεμβρίου 1940)
Χρυσόστομος Τσοκώνας (1913-1940), ένας ηρωικός Αρχιμανδρίτης
Για τις μεγάλες μορφές της Εκκλησίας μας, μάρτυρες, ομολογητές, πατέρες, διδασκάλους, έχουν γραφεί πολλά βιβλία πολύτιμα και αιώνια. Έζησαν όμως επί της γης και μορφές φωτεινές που δεν τις γνώρισαν οι μεταγενέστεροι, που δίδαξαν χωρίς ο λόγος τους να φτάσει απαραίτητα στα πέρατα της Οικουμένης. Υπάρχουν άγιοι άγνωστοι, αφανείς, πολλές φορές ανώνυμοι, που έδωσαν νόημα, περιεχόμενο και ομορφιά στη ζωή των ανθρώπων.
Μία τέτοια μορφή υπήρξε και ο Αρχιμανδρίτης Χρυσόστομος Τσοκώνας. Ο κατά κόσμον Χρηστός Τσοκώνας γεννήθηκε στο Δελβινάκι της Ηπείρου στις 8 Μαΐου του 1913. Οι γονείς του Θεολόγος και Ουρανία ήταν άνθρωποι ταπεινοί και ευσεβείς. Τελείωσε με άριστα το Δημοτικό Σχολείο του χωριού του και στις 4 Οκτωβρίου του 1926 φεύγει με τη μητέρα και τη μικρή του αδερφή για τη Κωνσταντινούπολη, όπου είχε ήδη ξενιτευτεί ο πατέρας του με τα μεγαλύτερα αδέρφια του λόγω της ανέχειας που αντιμετώπιζαν στο χωριό τους. Εκεί εγγράφεται στο Κεντρικό Αρρεναγωγείο της Κοινότητας της Χαλκηδόνας και στη συνέχεια φοιτά στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης περατώνοντας τις σπουδές του το 1936.
Σε ηλικία 23 ετών ασπάζεται το μοναχικό βίο (εκάρη στην Ιερή Μονή της Βελλάς το 1936) και μετονομάζεται Χρυσόστομος. Γίνεται έτσι θεολόγος, κληρικός και μοναχός με ευρύτητα μυαλού και πλατιά μόρφωση. Είναι γνώστης της Τουρκικής και της Γαλλικής γλώσσας, χωρίς όμως ποτέ να κάνει επίδειξη γνώσεων.
Τον Οκτώβριο του 1937 έρχεται στη Λευκάδα ως Ιεροκήρυκας. Στο νησί μας μένει για τρία ολόκληρα χρόνια, τα οποία είναι χρόνια δράσης και έντονης ψυχικής καλλιέργειας. Γίνεται στρατιώτης της αλήθειας και του Χριστού. Ζει μυστηριακά, η ζωή του είναι ζωή προσευχής, προσφοράς και ψυχοφέλιμης μελέτης της Αγίας Γραφής. Μεγάλη ψυχική ενίσχυση παίρνει από την αλληλογραφία του με τα συγγενικά του πρόσωπα.
Το βράδυ της 13ης Ιουλίου του 1940 στην κεντρική πλατεία της Λευκάδας αποχαιρετά το ποίμνιό του. Εκφράζει την απέραντη θλίψη του για τον αποχωρισμό, παρηγορεί τους μικρούς μαθητές του στο Κατηχητικό και στρέφει την προσοχή του κόσμου στις ώρες του πολέμου και της συμφοράς που ζούσε η Ευρώπη, τονίζοντας ότι η συμφορά αυτή είναι αποτέλεσμα της αποστασίας του ανθρώπου από τον Θεό. Ευχαριστεί όλους τους Λευκαδίτες για την αγάπη που του έδειξαν και κλείνει τα λόγια του με μία προσευχή για την Ειρήνη του κόσμου και τη σωτηρία της πατρίδας μας. Συνοδευόμενος από την αγάπη και τις ευχές του ποιμνίου του, το οποίο δεν τον ξέχασε ποτέ, φεύγει για τα Ιωάννινα. Σοβαροί λόγοι υγείας και η μετάθεση του Μητροπολίτη Δημητρίου στη Μητρόπολη Δρυϊνουπόλεως Πωγωνιανής και Κονίτσης που ήθελε τον πατέρα Χρυσόστομο κοντά του, είναι οι λόγοι της μετάθεσής του.
Στις 25 Αυγούστου του 1940 ο Ιεροδιάκονος Χρυσόστομος Τσοκώνας ανεβαίνει στο Β’ βαθμό της ιεροσύνης παίρνοντας ταυτόχρονα και τον τίτλο του Αρχιμανδρίτη, σε ηλικία μόλις 27 ετών. Η χειροτονία του έγινε στο Μητροπολιτικό Ναό των Ιωαννίνων μετά από απόφαση της Ιεράς Συνόδου, ώστε τόσο αυτός όσο και άλλοι κληρικοί να καταταγούν ως έφεδροι στρατιωτικοί ιερείς στο στρατό, για να πλαισιώσουν τις μονάδες εκστρατείας που ετοιμάζονταν για την προάσπιση της πατρικής γης.
Οι πρώτες μέρες του πολέμου του 1940 βρίσκουν τον π. Χρυσόστομο στο 40ό Σύνταγμα Ευζώνων Άρτας με το βαθμό του Υπολοχαγού. Δύσκολη η ζωή της εκστρατείας για το μοναχό, που είχε συνηθίσει στη ζωή της προσευχής και της εσωτερικής καλλιέργειας, για έναν άνθρωπο ευαίσθητο και με προβλήματα υγείας.
Το βράδυ του Σαββάτου της 14ης Οκτωβρίου φτάνει στο Δεσποτικό της Ηπείρου με το Διοικητή του συντάγματος και μερικούς αξιωματικούς. Από εδώ αρχίζει και το στρατιωτικό του ημερολόγιο χάρη στο οποίο γνωρίζουμε τα γεγονότα. Στο Δεσποτικό αρχίζει την ιεραποστολική του δράση: επισκέπτεται συνεχώς όλους τους στρατιωτικούς καταυλισμούς, οι οποίοι μάλιστα είναι διασκορπισμένοι σε έκταση πολλών χιλιομέτρων, συνομιλεί με τους στρατιώτες, τους οδηγεί προς την εξομολόγηση και τη Θεία Κοινωνία. Κηρύττει το θειο Λόγο στα Κυριακάτικα ή εσπερινά κηρύγματα του, κάνει Κατηχητικό στους μικρούς μαθητές και εξομολογεί τους χωρικούς.
Το ειρηνικό ημερολόγιό του των πρώτων ημερών κλείνει στις 16 Οκτωβρίου με μία προσευχή. Θα ξαναγράψει στις 4 Νοεμβρίου μέσα στη φρίκη του πολέμου και την κόλαση των οβίδων. Από το πρωί μέχρι το βράδυ οι θέσεις των Ελλήνων σφυροκοπούνται από την εχθρική αεροπορία. Ο πόλεμος μαίνεται. Ο π. Χρυσόστομος αισθάνεται ως άνθρωπος το φόβο, όταν όμως σκέπτεται τη θέση του, την αποστολή του, συνέρχεται και τον διώχνει από την ψυχή του.
Σ’ αυτές τις μέρες του πόνου και της αγωνίας η προσευχή του γίνεται εντονότερη. Οι βόμβες δεν τον εμποδίζουν στο έργο του. Τρέχει συνεχώς από καταυλισμό σε καταυλισμό, από χαράκωμα σε χαράκωμα. ’Ενισχύει, παρηγορεί, ενθαρρύνει, εξομολογεί τους στρατιώτες μας. Όπου βρίσκει Εκκλησία λειτουργεί ή κάνει Παράκληση «υπέρ κατισχύσεως των Ελληνικών όπλων». Τον διακατέχει το δίκαιο του αγώνα μας και η εγκληματική αδικία του επιτιθέμενου εχθρού. Ως Ηπειρώτης πονάει βλέποντας τον εχθρό να καταπατεί και να υποδουλώνει το χωριό του.
Από τις 14 έως τις 20 Νοεμβρίου καταγράφει στο ημερολόγιό του τα γεγονότα της κάθε ημέρας με όλα τα προβλήματα, τις δυσκολίες και τον καθημερινό κίνδυνο. Κλείνει την καταγραφή της κάθε ημέρας πάντα με την ίδια προσευχή: «Θεέ μου, φανού ίλεως προς το ταλαίπωρον πλάσμα σου».
Η επίγεια ζωή του διαρκεί ακόμη πέντε ημέρες χωρίς επικοινωνία μαζί μας μέσω του ημερολογίου του. Ίσως να έγραφε σε φύλλα χαρτιού που χάθηκαν, ίσως πάλι να μην του το επέτρεψαν οι συνεχείς μετακινήσεις.
Ξαναβρίσκουμε τον π. Χρυσόστομο Τσοκώνα στις 25 Νοεμβρίου 1940, νεκρό πλέον, στα σύνορα κοντά στο χωριό Περιστέρι του Πωγωνίου. Δεν πρόλαβε να χαρεί τους μεγάλους θριάμβους του στρατού μας. Μαθαίνουμε για τις συνθήκες του θανάτου του από ανθρώπους που βρέθηκαν εκεί κοντά, όπως ο ιατρός Δημήτριος Τρούγκος και ο ιπποκόμος του π. Χρυσόστομου Κώστας από το Αγρίνιο. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες τους το πρωί της 25ης Νοεμβρίου η περιοχή λίγο έξω από το χωριό Περιστέρι δέχτηκε επιδρομή 4-5 εχθρικών αεροπλάνων. Στόχος τους ήταν ο ασύρματος του στρατού μας που βρισκόταν εκεί κοντά. Εκεί κοντά όμως βρισκόταν και ο π. Χρυσόστομος, ο οποίος κατέφυγε κάτω από μία αγριοαχλαδιά και, άπειρος καθώς ήταν, έμεινε μαζεμένος καθισμένος πάνω στα πόδια του. Η βόμβα έπεσε δίπλα του. Ένα βλήμα του έκοψε το πόδι και άλλα 3-4 του τρύπησαν το θώρακα. Το βράδυ της ίδιας μέρας τον βρήκαν οι Έλληνες και με δάκρυα και πόνο τον συνόδεψαν στο Εκκλησάκι, λίγο έξω από το Περιστέρι όπου και τον έθαψαν.
Η Ιερά Μητρόπολη Δρυϊνουπόλεως / Πωγωνιανής και Κονίτσης ανήγειρε προς τιμήν του νέο τάφο που βρίσκεται σήμερα στο χωριό του, το Δελβινάκι.
Ο π. Χρυσόστομος Τσοκώνας υπήρξε μία από τις ιερές και ευγενικές μορφές της Εκκλησίας μας, γιατί έκανε κέντρο της ζωής του την αγάπη του Ιησού. Υπήρξε άνθρωπος με χαρίσματα τα οποία πρέπει να στολίζουν κάθε ποιμένα των ανθρώπινων ψυχών. Ταπεινός, καθόλου φανατισμένος, γνώστης των κειμένων της Εκκλησίας μας, ζωντανό παράδειγμα για όλους παρά το ότι έφυγε για την ουράνια Βασιλεία σε ηλικία μόλις 27 ετών.
Σημ: Πρόχειρο σκίτσο δεξιά (δικό του), που παρουσιάζει τον εαυτόν του, κηρύττοντα εις την εκκλησία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου