Ο μεγάλος σεισμός των 5,3 Ρίχτερ που ταρακούνησε προχθές τα Γιάννενα και οι εκατοντάδες δονήσεις, ξυπνούν σε πολλούς που ζουν στην συνοικία των Ιωαννίνων που φέρει την ονομασία Σεισμόπληκτα, τις μνήμες από την Πρωτομαγιά του 1967, τότε που ένας καταστροφικός εγκέλαδος χτύπησε τα χωριά του Περιστερίου, Μικρή και Μεγάλη Γότιστα, Κράψη και Ανατολική.
«Ήταν δεύτερη μέρα του Πάσχα, ανήμερα του Αγίου Γεωργίου. Ετοιμαζόμαστε να πάμε στην εκκλησία. Σε κάποια στιγμή, πριν βγούμε από το σπίτι, ακούστηκε ένας εκκωφαντικός θόρυβος. Λες και περνούσαν στρατιωτικά αεροπλάνα σε χαμηλή πτήση. Αναρωτήθηκαν οι γονείς μου τι συμβαίνει, τι αεροπλάνα είναι αυτά που πετάνε χαμηλά. Δεν προλάβαμε να το πούμε. Άρχισε να σείεται όλο το σπίτι». Ένας εφιάλτης από τα παιδικά χρόνια για την Ελπίδα Βεδιάβα, γιατρό μικροβιολόγο, ξύπνησε. Μιλώντας στο ΑΠΕ αφηγείται πώς βίωσε το σεισμό των 6,4 βαθμών, ο οποίος την 1η Μαΐου του 1967 έπληξε το χωριό της, τη Μεγάλη Γότιστα.
«Η πόρτα γύρισε και δεν μπορούσαμε να ανοίξουμε. Τελικά, προλάβαμε να ανοίξουμε και να βγούμε. Τότε άρχισε να πέφτει το μπουχαρί και οι τοίχοι… Η γιαγιά μου και η θεία μου τραυματίστηκαν, τη μαμά μου την τραβάγαμε μέσα από τα χαλάσματα, ήταν τραυματισμένη. Επικρατούσε πανικός. Χαοτική κατάσταση. Ο κόσμος στο δρόμο έλεγε πως από το απέναντι βουνό στο χωριό, τη Μικρή Γότιστα, έβγαιναν φωτιές. Ανάμεσα από τη Γότιστα και την Κράψη άνοιξε η γη. Μία μεγάλη καθίζηση 2 χιλιομέτρων, κατάπιε σπίτια. Στο δρόμο υπέφεραν άνθρωποι με ανοιγμένα τα κεφάλια. Ένας με πολλά τραύματα στο σώμα πέθανε στην πλατεία. Ο ποταμός Άραχθος, όπως τον αντικρίζαμε, είχε πάρει πορτοκαλί χρώμα. Στη Μικρή Γότιστα πήγαιναν οι τραυματίες. Ο τότε βασιλιάς Κωνσταντίνος ήρθε με ελικόπτερο και έδωσε εντολή να φέρει σκηνές ο στρατός και να μεταφερθούν οι τραυματίες σε νοσοκομείο. Μείναμε άστεγοι».
Οι μετασεισμικές δονήσεις , όπως θυμάται, διήρκησαν πολύ καιρό. Μετά τον σεισμό ακολούθησαν νεροποντές με πολλές αστραπές, αφηγείται και κάποιοι έκαναν παραπήγματα με ξύλα και τσίγκο γύρω-γύρω για να προστατέψουν τις οικογένειες, ενώ άρχισαν να στήνονται και σκηνές.
Ο Κωνσταντίνος Καραγιώργος, που επίσης ήταν παιδί και ζούσε με την οικογένεια του στο χωριό Κράψη θυμάται: Ήταν μέρα του Αγίου Γεωργίου. Ο παπάς λειτουργούσε. Άρχισε να βουίζει ο τόπος, τα βουνά έπεφταν. Ο τόπος βούλιαξε στην Ανατολική, έναν τον σκότωσαν οι πέτρες. Προλάβαμε και εγκαταλείψαμε τα σπίτια μας γιατί χάθηκαν, τα πήρε η γη. Ήμασταν μικρά παιδιά και ζήσαμε στη σκηνή με 80 πόντους χιόνι εκείνη την χρονιά».
Με ενέργειες των προέδρων από τις κοινότητες, μήνες αργότερα δόθηκαν σπίτια προκατασκευασμένα στην περιοχή που οι ίδιοι ονόμασαν Σεισμόπληκτα.
«Ήταν δεύτερη μέρα του Πάσχα, ανήμερα του Αγίου Γεωργίου. Ετοιμαζόμαστε να πάμε στην εκκλησία. Σε κάποια στιγμή, πριν βγούμε από το σπίτι, ακούστηκε ένας εκκωφαντικός θόρυβος. Λες και περνούσαν στρατιωτικά αεροπλάνα σε χαμηλή πτήση. Αναρωτήθηκαν οι γονείς μου τι συμβαίνει, τι αεροπλάνα είναι αυτά που πετάνε χαμηλά. Δεν προλάβαμε να το πούμε. Άρχισε να σείεται όλο το σπίτι». Ένας εφιάλτης από τα παιδικά χρόνια για την Ελπίδα Βεδιάβα, γιατρό μικροβιολόγο, ξύπνησε. Μιλώντας στο ΑΠΕ αφηγείται πώς βίωσε το σεισμό των 6,4 βαθμών, ο οποίος την 1η Μαΐου του 1967 έπληξε το χωριό της, τη Μεγάλη Γότιστα.
«Η πόρτα γύρισε και δεν μπορούσαμε να ανοίξουμε. Τελικά, προλάβαμε να ανοίξουμε και να βγούμε. Τότε άρχισε να πέφτει το μπουχαρί και οι τοίχοι… Η γιαγιά μου και η θεία μου τραυματίστηκαν, τη μαμά μου την τραβάγαμε μέσα από τα χαλάσματα, ήταν τραυματισμένη. Επικρατούσε πανικός. Χαοτική κατάσταση. Ο κόσμος στο δρόμο έλεγε πως από το απέναντι βουνό στο χωριό, τη Μικρή Γότιστα, έβγαιναν φωτιές. Ανάμεσα από τη Γότιστα και την Κράψη άνοιξε η γη. Μία μεγάλη καθίζηση 2 χιλιομέτρων, κατάπιε σπίτια. Στο δρόμο υπέφεραν άνθρωποι με ανοιγμένα τα κεφάλια. Ένας με πολλά τραύματα στο σώμα πέθανε στην πλατεία. Ο ποταμός Άραχθος, όπως τον αντικρίζαμε, είχε πάρει πορτοκαλί χρώμα. Στη Μικρή Γότιστα πήγαιναν οι τραυματίες. Ο τότε βασιλιάς Κωνσταντίνος ήρθε με ελικόπτερο και έδωσε εντολή να φέρει σκηνές ο στρατός και να μεταφερθούν οι τραυματίες σε νοσοκομείο. Μείναμε άστεγοι».
Οι μετασεισμικές δονήσεις , όπως θυμάται, διήρκησαν πολύ καιρό. Μετά τον σεισμό ακολούθησαν νεροποντές με πολλές αστραπές, αφηγείται και κάποιοι έκαναν παραπήγματα με ξύλα και τσίγκο γύρω-γύρω για να προστατέψουν τις οικογένειες, ενώ άρχισαν να στήνονται και σκηνές.
Ο Κωνσταντίνος Καραγιώργος, που επίσης ήταν παιδί και ζούσε με την οικογένεια του στο χωριό Κράψη θυμάται: Ήταν μέρα του Αγίου Γεωργίου. Ο παπάς λειτουργούσε. Άρχισε να βουίζει ο τόπος, τα βουνά έπεφταν. Ο τόπος βούλιαξε στην Ανατολική, έναν τον σκότωσαν οι πέτρες. Προλάβαμε και εγκαταλείψαμε τα σπίτια μας γιατί χάθηκαν, τα πήρε η γη. Ήμασταν μικρά παιδιά και ζήσαμε στη σκηνή με 80 πόντους χιόνι εκείνη την χρονιά».
Με ενέργειες των προέδρων από τις κοινότητες, μήνες αργότερα δόθηκαν σπίτια προκατασκευασμένα στην περιοχή που οι ίδιοι ονόμασαν Σεισμόπληκτα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου