Τα παλιά εκείνα όμορφα χρόνια ο καφές στο χωριό μας, ψηνόταν με την βοήθεια του καβουρδιστηριού το λεγόμενο και κεπάπι.
Το καβουρδιστήρι η κεπάπι, ήταν μία τσίγκινη κατασκευή που αποτελείτο από ένα κύλινδρο με συρταρωτό άνοιγμα για να ρίχνουμε τους σπόρους του άψητου καφέ. Ο κύλινδρος ήταν τοποθετημένος στην μέση μίας σιδερένιας σούβλας, η οποία βοηθούσε να περιστρέφεται με το χέρι και να καβουρδίζονται οι σπόροι του καφέ ομοιόμορφα.
Γενικά ανάβαμε την πυροστιά, το τζάκι του σπιτιού ή του μαγαζιού δηλαδή, άλλες νοικοκυρές τους καλοκαιρινούς μήνες άναβαν φωτιά στην αυλή τους. Γεμίζαμε με μισό κιλό περίπου τον κύλινδρο, κλείναμε ερμητικά το παραθυράκι και ζεσταίναμε στην φωτιά τους κόκκους του καφέ γυρνώντας το καβουρδιστήρι.
Γενικά ανάβαμε την πυροστιά, το τζάκι του σπιτιού ή του μαγαζιού δηλαδή, άλλες νοικοκυρές τους καλοκαιρινούς μήνες άναβαν φωτιά στην αυλή τους. Γεμίζαμε με μισό κιλό περίπου τον κύλινδρο, κλείναμε ερμητικά το παραθυράκι και ζεσταίναμε στην φωτιά τους κόκκους του καφέ γυρνώντας το καβουρδιστήρι.
Μετά περίπου 15 λεπτά, ανοίγαμε το παραθυράκι και κοιτάζαμε αν είχαν το πάρει το αναγκαίο χρώμα, διαφορετικά συνεχίζαμε το καβούρδισμα. Το ελαφρύ σκούρο χρώμα ήταν για τον ελαφρύ καφέ, το πολύ σκούρο για τον πολύ πικρό. Αν δεν είχε ένα σπίτι καβουρδιστήρι, Για το καβούρδισμα χρησιμοποιούνταν δύο δοχεία – το ταψί και το ταμπούρι.
Τους ψημένους κόκκους καφέ έβαζαν σε δοχεία ώστε να κρυώσουν. Τα δοχεία αυτά είχαν πλούσια διακόσμηση. Στα σπίτια του χωριού οι νοικοκυρές τους άπλωναν επάνω σε καθαρό μάλλινο ύφασμα. Αφού κρύωναν ακολουθούσε το άλεσμα με τον ειδικό χάλκινο μύλο του καφέ, σε μικρές ποσότητες. Αν δεν υπήρχε μύλος οι κόκκοι θρυματίζονταν σε χαβάνι με το γουδί μέχρι να γίνουν σκόνη.
Όταν έκοβες στον μύλο τον καφέ, η μοσχοβολιά του έσπαζε τα ρουθούνια.
Άσε που όταν ψηνόταν σου γέμιζε με την ευωδία του τα ρουθούνια.
Ποτέ δεν ψηνόταν καφές με ζεστό νερό γιατί έκοβε. Πάντα χρησιμοποιούσα κρύο νερό ή χλιαρό. Πρώτα ρίχναμε την ζάχαρη στο νερό, ανακατευόταν καλά και μετά ρίχναμε τον καφέ, ανακατεύοντας αργά μέχρι να αρχίσει να φουσκώσει. Αργούσε να γίνει βέβαια… αλλά το αποτέλεσμα ήταν τέτοιο που όλοι απολάμβαναν τον μερακλίδικο Ελληνικό καφεδάκι, σερβιρισμένο
πάντα σε χοντρό φλιτζάνι, με την συνοδεία ενός σέρτικου τσιγάρου, και πάντα συνοδεία με ένα ποτήρι δροσερό νερό.
Πολλές φορές ανακατεύαμε και λίγους σπόρους από στάρι, όχι πολύ...ίσαμε με μία χουφτήτσα, ερχόταν πιο ελαφρός για να μην είναι πολύ βαρύς.
Τα χρόνια της κατοχής, καβουρδίζαμε ρεβύθι και στάρι μαζί, η διαδικασία ήταν η ίδια. Ο καφές από ρεβύθι ήταν πιο νόστιμος από το στάρι. Υπήρχαν άνθρωποι που τους έβλαπτε ο καφές και ζητάγανε καφέ από ρεβύθι. Σε αντίθεση με αυτόν ο ελληνικός (τούρκικος) καφές παρασκευάζεται, όπως και έως σήμερα, με μεσαίο καβούρδισμα των κόκκων, βρασμένους σε χαμηλή φωτιά, γλυκός ή σκέτος. Ο τρόπος με τον οποίο σερβίρεται ο καφές δείχνει την αγάπη, τον σεβασμό και τη φιλοξενία που είναι τόσο χαρακτηριστικά για την Ελληνική παράδοση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου